ἀκατασκήνωτα

ἀκατασκήνωτα
ἀκατασκήνωτος
unsuitable for encampment
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακατασκήνωτος — η, ο αυτός που δεν κατασκήνωσε: Τα παιδιά, δυο μέρες τώρα, ήταν ακατασκήνωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”